10.6.05

ΝΥΧΤΑΣ ΕΝΟΧΕΣ

Κοίτα πως γέρνει αυτή η ώρα
πάνω μας και μας τυραννά
πως μας πιέζει πάντα ο χρόνος
και όλο γρήγορα περνά.
Λίγο πριν φτάσουμε στο τέλος
που λίγο απέχει απ’ την αρχή
άκου που έχω να σου δώσω
μια ανορθόδοξη ευχή.

Να μένουν πάντα τ’ όνειρά σου
όνειρα, νύχτας ενοχές
και όσα ζεις να μην τ’ αγγίζεις
να μένουν ζωντανά στο χτες.
Γιατί αν τα όνειρα καρδιά μου
βγουν το πρωί αληθινά
άπληστοι γίνονται οι ανθρώποι
κι όλο ζητάνε πιο πολλά.


Πως σπαταλιέται ο καιρός μας
γρήγορα σαν νερό κυλά
αφήνει πίσω μόνο ίχνη
και δάκρυα εφηβικά.
Λίγο πριν φτάσουμε στο τέλος
που λίγο απέχει απ’ την αρχή
άκου που έχω να σου δώσω
μια ανορθόδοξη ευχή.

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΨΑΧΝΩ

Αυτό που ψάχνω γύρω μου να βρω
δεν έχει μια μορφή συγκεκριμένη
δεν έχει κάποιο χρώμα ζωηρό
μα είναι που η ψυχή το περιμένει.

Δεν ξέρω αν το ψάχνω από μικρή
ή αν είναι από χτες που το ζητάω
δεν ξέρω αν κανείς μου το’ χει πει
ή μόνη μου το πλάθω όταν πονάω.


Αυτό που ψάχνω ίσως να ‘ναι εδώ
να μπλέκεται τις νύχτες στα μαλλιά μου
να είναι ένα μικρό αερικό
ή ίσως η πνοή απ’ τα φιλιά μου.

Δεν είναι κάποιας μέρας η αρχή
ούτε σε κάποιο πρόσωπο η λύπη
δεν είναι ο αέρας, η βροχή
είναι το κάτι μέσα μου που λείπει.


Αυτό που τόσο έντονα ζητώ
δεν βρίσκεται σε κάποια ξένη χώρα
νομίζω είναι κάτι απλοϊκό
ίσως όμως να μην το βλέπω τώρα!

ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Άλλη μια μέρα, άλλη μια Κυριακή
αυτή η ζωή πως γράφεται
σ’ ένα λευκό χαρτί.

Η κάθε λέξη μια στιγμή που δεν γυρίζει
και η αλήθεια λογική
που με στηρίζει.

Μια σου ματιά αρκεί
για ένα ξεκίνημα.

Ανάσα μου, δώσμου κουράγιο ν’ αντέξω
στα λάθη μου, πρέπει ξανά να επιστρέψω
μ’ όση αντοχή.

Ανάσα μου, δώσμου κουράγιο να μείνω
στο ψέμα μου, για μια φορά να επιμείνω.


Άλλη μια μέρα, δίχως μιαν αφορμή
αυτή η ζωή αχ, η άδικη
πάντα με προκαλεί.

Σε μια στιγμή που η φωνή
γίνεται ελπίδα,
νιώθω πως είμαι μια χαρά
που δεν σε είδα.

κι όμως το ξέρω αυτό
είναι ένα μήνυμα.

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Είναι υπόθεση φριχτής μοναξιάς
είναι που δεν μπορώ ν ‘ακούω τ’ όνομά σου
που με τρομάζουνε τα λόγια που λες
και με αγχώνουν τα τρελά βήματα σου.
Είναι που έμαθα να ζω στη σκιά
κι όταν ο ήλιος βγαίνει χάνω τους ήχους
είναι που ρούφηξα μια νύχτα κρυφά
όλο το ψέμα σου κι ατέλειωτους μύθους.

Μη με κοιτάζεις με μάτια που καίνε
αυτά που για σένα έχουν μάθει να λένε
μια νύχτα που βγήκανε όλα αλήθεια
μου ματώσαν το βλέμμα, μου ξεσκίσαν τα στήθια.


Είναι υπόθεση φριχτής μοναξιάς
είναι που πάγωσε η θέση σου δίπλα
που όλη η θλίψη μου έχει γίνει θηλιά
και μπορώ και μασάω με τα δόντια την πίκρα.
Είναι που αυτοί που σ’ έχουν φέρει στη γη
καταστρέψαν τον κόσμο στο τρελό όργιό τους
και ο σπόρος τους τώρα έχει γίνει καρφί
με καρφώνει στον τοίχο και με κάνει εχθρό τους.

ΕΥΧΗ


Κάνω μια ευχή
για σένα που ξέρω
να είσαι καλά
να μην υποφέρω
στα χρόνια που θα ‘ρθουν.
Να ‘ναι η ζωή
λουλούδι ανθισμένο
άρωμα γιασεμιού
που για σένα είν’ κομμένο
μια νύχτα τ’ Αυγούστου.
Να ‘ναι κρασί
γλυκό να μεθύσεις,
να μου ζαλιστείς
να γλυκομιλήσεις,
μη σε τρομάζει τίποτα.
Να ‘ναι φωνή
σε βαθιά ησυχία,
μια σκέψη τρελή
που γεννά η φαντασία,
να σε παίρνει μαζί της
σ’ ένα ταξίδι της, σ’ ένα ταξίδι της.
Μη φοβηθείς
ποτέ σου κανένα,
κι αν όλοι είναι μόνοι
εσύ έχεις εμένα,
σε κάθε σου βήμα..
Ό,τι συμβεί στην δική σου ιστορία
κομμάτι βγαλμένο
από μια ευτυχία
που σου ανήκει.
Να ‘σαι πνοή
και χάδι ανέμου
κι ελπίδα ν’ αγγίζεις
όπου πιάνεις καλέ μου
μη σε τρομάζει τίποτα.
Κάθε φορά που ο ήλιος σου γνέφει
να ξέρεις η μέρα
πως μαζί της σε έχει
σ’ ένα ταξίδι, σ’ ένα ταξίδι της….

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ

Είδα μια πόλη στο νοτιά
κι ένα χωριό στη δύση
που πέρασες και χνάρια σου
παντού είχες αφήσει.

Στον πρωτογιό του φούρναρη
στον ξάδερφο του λούστρου
στο ανιψούδι της μαμής
και στ’ άρωμα του μούστου.

Όλοι για σένα λέγανε
για σένα σιγοκλαίγαν
βαθιά μες στην καρδούλα τους
φιλιά χιλιάδες καίγαν.

Ίσως να φταίνε τα μαλλιά
τα μπουκλομεταξένια
ίσως τα μάτια τα μελιά
και τα μενεξεδένια.

Είδα ένα δέντρο στο βουνό
μια πέτρα μες στην άμμο
τα δυο δικό σου όνομα
είχαν γραμμένο πάνω.

Και τότε ξάφνου απόρησα
πως γίνεται καλή μου
να σ’ έχουν όλοι όνειρο
και να ‘σαι εσύ δική μου.

ΚΟΚΚΙΝΗ ΣΤΙΓΜΗ

Η πιο κόκκινη στιγμή του φωτός
είναι εκείνη που η ώρα έχει δρόμους χαράξει
κι εσύ στέκεις στην άκρη ξεχασμένος θεός
με φωνή που ζητάει, να σταθεί, να υπάρξει
Η πιο κόκκινη στιγμή του φωτός
αναπαύεται πάντα σ’ ένα σύννεφο πάνω
σε αιχμάλωτο βλέμμα που ο ουρανός του θολός
αφουγκράζεται κόσμους που ποτέ μου δε φτάνω.

Η κόκκινη στιγμή του φωτός
σου θυμίζει πως όλα παραμένουνε ίδια
ένας κύκλος ο χρόνος
ένας χτύπος ο πόνος
μα θα έρθει και πάλι η πιο κόκκινη στιγμή του φωτός.


Η πιο κόκκινη στιγμή του φωτός
είναι εκείνη η ώρα που φοβάσαι να φύγεις
που με λόγια ακραία με κρατάς πάντα εκτός
και δηλώνεις εδώ πως δεν αντέχεις να μείνεις.
Η πιο κόκκινη στιγμή του φωτός
όταν φτάνει στο τέλος σε τρομάζει όσο λίγες
γιατί έρχεται η νύχτα και περνάει ο καιρός
λιγοστεύουν τα όνειρα και τελειώνουν οι ελπίδες.

ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ

Δεν έχει η πίκρα εποχή
ούτε ο πόνος έχει χρώμα,
όση αντλήσαμε αντοχή
τόση περίσσεψε ακόμα...

Δεν έχει όνειρα η φιγούρα στον καθρέφτη
ούτε η θλίψη έχει φταίχτη
όλα μια θάλασσα ανυπόταχτή δική μας,
ανοιχτή πληγή μας.


Δεν έχει πίστη η φωνή
ούτε το δάκρυ έχει λάμψη
μη με ρωτήσεις το γιατί
έτσι μας έχει η φύση φτιάξει.

Ένα ακυβέρνητο καράβι επιθυμίες
κι ένα νησάκι ανησυχίες
δεν θέλω πάλι να σου πω πόσο φοβάμαι
όλα όσα ξεπερνάμε.


Δεν είν’ θυμός ο κεραυνός
δεν είναι η βροχή αλήθεια
είναι που κλαίει ο ουρανός
και φέρεται έτσι από συνήθεια.

Είχε ξεσπάσει πριν χρόνια κάποιο βράδυ
για να τρομάξει το σκοτάδι
κι όταν φυσάει, θυμάται, αναστενάζει
κι αισθήματα μοιράζει…..

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

1 C

Πως φοβάμαι πως κάτι που αρχίζει ποτέ δεν τελειώνει
σαν σκιά που απ’ τον τοίχο δε σβήνει διαρκώς σε σταυρώνει
οι φωνές δυναμώνουν, οι αναμνήσεις σου τώρα ξυπνάνε
και τα φώτα που ανάβουν, σε διώχνουν, νικούν, σε πονάνε.

R.


Και νοσταλγείς όσα δε ζεις
σαν να ψάχνεις αισθήματα να βρεις
τριγυρίζεις και θυμίζεις
μια κούκλα παλιά
μες στη σκόνη πνιγμένη
στη σιωπή της χαμένη για πάντα.


2 C

Πως φοβάμαι τη νύχτα που τα πάντα τριγύρω νεκρώνει
μες στο όνειρο ζω μια ελπίδα μα κι αυτή με πληγώνει.
Η ζωή σταματά όταν βγαίνει το πρώτο σκοτάδι

και το μόνο που ελπίζεις να βρεις, το παρήγορο χάδι…

ΧΡΩΜΑ ΔΙΑΦΑΝΟ

Το χρώμα το διάφανο
το χρώμα του νερού
ζαλίστηκε στη σκέψη μου
στ’ αρχοντικό του νου
Και παγωμένο έσταξε
στις πιο κρυφές μου ελπίδες
τις ξέπλυνε και μείνανε
μονάχες οι σελίδες.


Μια σταγόνα μονάχα
μια σταγόνα γυαλί
ένα φύσημα αγέρα
κι είναι ο κόσμος χαρτί
που σαν γράψεις επάνω
μια ματιά, μια ζωή
μια σταγόνα μονάχα
να τα σβήσει αρκεί.



Το χρώμα το διάφανο
το χρώμα του νερού
που μοιάζει με το βλέμμα σου
σ’ ένα κενό καιρού
πήρε νωρίς την άδεια
κύλησε και με βρήκε
στα πιο παλιά μου ιδανικά
βρήκε ανοιχτά και μπήκε.

ΝΑΥΣΙΚΑ

Σ’ έναν καιρό, χλωμό καιρό
μορφή δαιμονισμένη
μία γυναίκα η Ναυσικά
γυρνούσε δακρυσμένη.

Φορούσε άσπρο νυχτικό
λυτά ήταν τα μαλλιά της
κι έκλεινε άγριες μυρτιές
στη δροσερή αγκαλιά της.

Τριγύρναγε στα σκοτεινά
κι άκουγα τη φωνή της
λυγμός μαζί και σπαραγμός
απ’ τη φτωχή ψυχή της.

Οι γύρω δεν την έβλεπαν
μονάχα εγώ μπορούσα
κι ήτανε τόση η ομορφιά
που πάντα απορούσα.

Μια νύχτα σ’ ένα όνειρο
ήρθε η Ναυσικά μου
μ’ έλουσε με χαμόγελα
και πήρε την καρδιά μου.

ΚΙ ΑΝ ΤΑΞΙΔΕΥΩ

Όσα δεν είδα
όσα δεν έζησα
τα ‘χω μετρήσει
και το απέδειξα
μια φορά…

Μην πιεις
και πεις
πως δεν έχω αλλάξει
έζησα 12 ζωές και όμως είμαι εντάξει
μη με φοβάσαι.


Κι αν ταξιδεύω,
πίσω μου κοίταγα
δρόμο κι αν έπαιρνα σε σένα γύρναγα
μια βραδιά.

Μην πεις
πριν δεις
όσα μ’ έχουνε πλάσει
όσα μαζί με φτιάξανε
κι όσα μ’ έχουν χαλάσει
μη με φοβάσαι.

ΡΥΤΙΔΕΣ

Γέλασε η φύση, γέλασε
που το μυαλό τ’ ανθρώπου
νόμιζε θα παγίδευε
της μοίρας την αφή
μα είναι ένα πρωτόγονο
παιχνίδι του μετώπου
να ξεγελιέται ο άτυχος
που νόμιζε μπορεί.


Γέρασε ο κόσμος, γέρασε
γέμισε η γη ρυτίδες
κι όλος ο κόσμος πιάστηκε
σε ξύλινες σανίδες.



Έσκισε ο ήλιος, έσκισε
τα σύννεφα του χρόνου
κι ένα μαντήλι κούνησε
με βλέμμα θλιβερό,
και έμειναν οι άνθρωποι
μάτια σχεδόν κλεμμένα
να αγναντεύουν πέλαγα
με μίσος και θυμό.