10.6.05
ΡΥΤΙΔΕΣ
Γέλασε η φύση, γέλασε
που το μυαλό τ’ ανθρώπου
νόμιζε θα παγίδευε
της μοίρας την αφή
μα είναι ένα πρωτόγονο
παιχνίδι του μετώπου
να ξεγελιέται ο άτυχος
που νόμιζε μπορεί.
Γέρασε ο κόσμος, γέρασε
γέμισε η γη ρυτίδες
κι όλος ο κόσμος πιάστηκε
σε ξύλινες σανίδες.
Έσκισε ο ήλιος, έσκισε
τα σύννεφα του χρόνου
κι ένα μαντήλι κούνησε
με βλέμμα θλιβερό,
και έμειναν οι άνθρωποι
μάτια σχεδόν κλεμμένα
να αγναντεύουν πέλαγα
με μίσος και θυμό.
που το μυαλό τ’ ανθρώπου
νόμιζε θα παγίδευε
της μοίρας την αφή
μα είναι ένα πρωτόγονο
παιχνίδι του μετώπου
να ξεγελιέται ο άτυχος
που νόμιζε μπορεί.
Γέρασε ο κόσμος, γέρασε
γέμισε η γη ρυτίδες
κι όλος ο κόσμος πιάστηκε
σε ξύλινες σανίδες.
Έσκισε ο ήλιος, έσκισε
τα σύννεφα του χρόνου
κι ένα μαντήλι κούνησε
με βλέμμα θλιβερό,
και έμειναν οι άνθρωποι
μάτια σχεδόν κλεμμένα
να αγναντεύουν πέλαγα
με μίσος και θυμό.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου