9.6.05

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ

Άνοιξες πύλη στη σιωπή
χώθηκες μέσα
πήρες το δρόμο του ονείρου το βουβό
κι ήρθε ο πόνος
και σου μίλησε με μπέσα
σου ‘πε: «κρατήσου, έχω κι άλλα να σου πω».
Στη συμβολή δύο οδών
μες στο σκοτάδι
μια συνουσία με το άγνωστο φιλάς
ζαλίζεσαι, παραπατάς σαν ένα βράδυ
που ‘χες βουτήξει σε κομμάτια λησμονιάς.


Στην αγωνία σου, στην αγωνία σου
δεν βρίσκεις χώρο να καθίσεις να σκεφτείς
κι αυτή η μανία σου, αυτή η μανία σου
σε ταλαντεύει σε ένα άχρηστο «μπορείς».


Αν το κορμί που κουβαλάς
σου ‘γινε βάρος
άστο στην άκρη, ξόδεψέ το στη ζωή
και μοναχός σου πια προχώρησε με θάρρος
στην άλλη πύλη είσαι ελεύθερος να μπεις.
Μην φοβηθείς εκεί που πας πως θα ‘σαι μόνος
και μένεις πίσω καλυμμένος στις σκιές
τα μονοπάτια που σου χάραξε ο πόνος
είναι για να βρεις μία θέση στις φωτιές.


Στην αγωνία σου, στην αγωνία σου
δεν βρίσκεις τρόπο το αθάνατο να δεις
κι αυτή η μανία σου, στην αγωνία σου
δεν σε αφήνει, να γλιτώσεις, να σωθείς…..

ΠΑΝΤΑ ΣΟΥ ΠΗΓΑΙΝΑΝΕ ΤΑ ΣΚΟΥΡΑ

Άρχισε να πέφτει η βροχή
μούλιασε απότομα το χώμα
μια κουβέντα έστησες ακόμα
για κάποια περασμένη εποχή.
Ζόρικα τραβιέται ο καιρός
γέρνεις το κεφάλι σου θλιμμένος
ίσως και να είσαι πεθαμένος
και τρέμεις μη σε πιάσει πανικός.

Χρόνια τώρα έρημη ψυχή
τραγική κι ανάρμοστη φιγούρα
πάντα σου πηγαίνανε τα σκούρα
λες κι ένα πένθος έσταζες βαρύ.


Ένας ήλιος σ’ έφτανε θολός
που περνούσε μέσα απ’ τις αψίδες
ύψωνες στο φως του εσύ ασπίδες
κι εκείνος πισωγύριζε δειλός.
Είχες έξι χρόνια να τη δεις
μάταια ανίχνευες το χάρτη
στην ψυχή του θηλυκού αντάρτη
δεν είχες το προνόμιο να μπεις.
Τώρα δε σε νοιάζει που μισός
τριγυρνάς στα μέρη που σε πήγε
ίσως κάτι πρόλαβε και είδε
και σ’ άφησε να ζήσεις μοναχός.

ΔΕΝ ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΩ ΑΠΟΨΕ

Δεν θα τραγουδήσω απόψε
όπως χτες χαμογελώντας
στίχους άλλους θα διαλέξω
στις ψυχές σας μέσα ορμώντας.

Δεν θα κάνω απόψε κέφι
με τους ξέφρενους ρυθμούς σας
μ’ ένα βλέμμα σαν μαχαίρι
θα προσβάλλω τους καιρούς σας.

Θα μιλήσω για τη φτώχεια
για τον πόνο και τη θλίψη
για το όραμα ενός κόσμου
που από μέσα μου έχει λείψει.

Δεν θα τραγουδήσω απόψε
με φωνή γεμάτη χάρη
θα ‘χει ο ήχος μου βραχνάδα
μήπως κάποιος κάτι πάρει.

Με μονότονες τις νότες
κι ήχους μαύρους, σκονισμένους
θα μιλήσω για ανθρώπους
σ’ όλους άγνωστους, χαμένους.

Κάποιοι ίσως και να φύγουν
μουρμουρώντας: «τι βλακεία»
άλλοι ίσως να δακρύσουν
με παροδική σοφία

Μα ένας δυο θα με κοιτάξουν
πιο βαθιά μέσα στα μάτια
σιωπηλοί θα παραμείνουν
με το μέσα τους κομμάτια.

Για αυτούς θα τραγουδήσω
την μπαλάντα τη στερνή μου
θα ‘ναι η θλίψη μου δική τους
και ο πόνος τους ζωή μου.

ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ


Είναι κάτι παιδιά
τρελά σαν πουλιά
σχίζουν τους δρόμους
σβήνουν τους νόμους
Θαμπώνουν τα μάτια τους
μαζεύουν τα κομμάτια τους
σκλαβώνουν τη νύχτα
κι η άσφαλτος πίστα.
Ανοίγουν το γκάζι
και πια δεν τους νοιάζει
τι πίσω αφήνουν
ξεχνάνε, το σβήνουν.
Παρέα με τον άνεμο
σ’ ένα γλέντι παράνομο
που δεν το φοβούνται
να ζουν δεν αρκούνται.


Χιλιόμετρα πίσω τους
χιλιόμετρα μπρος τους
αν κάπου τους δεις
την αγάπη μου δώσ’ τους.



Είναι κάτι παιδιά
με κομμένα φτερά
δεν μπορούν να πετάξουν
ούτε κάπου να φτάσουν.
Κι έτσι τρέχουν στον άνεμο
σ’ ένα γλέντι παράνομο
ξεγελάνε τον δρόμο
τον αφήνουν κατάμονο.
Τερματίζουν το γκάζι
που θα βγει, δεν τους νοιάζει
κι αν τελειώσει η ζωή τους
ήταν όμως δική τους.
Ξαπλωμένοι στην άσφαλτο
μ’ ένα βλέμμα ανάστατο
μοιάζουν σα να πονάνε
μα στ’ αλήθεια γελάνε.

ΣΑΝ ΣΦΑΙΡΑ

Περνούσε στα χέρια του ο κόσμος σαν σφαίρα
εκείνο το βράδυ κατάπιε τη μέρα
κοίταξε γύρω κι είδε μόνο απουσία
ποιο είν’ το επιπλέον και ποια η ουσία;

Ξεκίνησε μόνος με τους ώμους γερμένους
με ήλιους στα δόντια και πόθους κρυμμένους
κι αν όλα τριγύρω του ήταν γιορτή
στο βλέμμα του μέσα ήταν μόνο αυτή.

Στο μπράτσο του πάνω αλυχτούσε μια μοίρα
τον πάγωνε η νύχτα, τον τσάκιζε η αλμύρα
τα μάτια του δυο θραψερές κουκουβάγιες
κακές δεν υπήρξαν ποτέ, μα ούτε κι άγιες.

Κι εκείνη η αλήθεια, στο ψέμα απειλή
(πως μόνος σου είσαι το ξέρεις κι εσύ)
κανένας ποτέ δεν θα κλάψει απ’ αγάπη
(ακόμα κι αυτή θα σου γυρίσει την πλάτη).

Βούτηξε μέσα στις τσέπες τα χέρια
σαν για να κρύψει δυο χούφτες αστέρια
κι απ’ το γιακά του βρεγμένου παλτού του
στάζανε όρκοι φτιαγμένοι στο νου του.

Στα βράχια απλώθηκε η μοναξιά του
και κάτω η θάλασσα μόνη χαρά του
ο ουρανός του ζητούσε τ’ αστέρια
αυτά που του ανήκαν και τα ‘χε στα χέρια.

Την είδε ξανά στη στροφή να γελάει
να φτάνει γοργά στου εαυτού του το πλάι
κι έτσι όπως έτρεξε να της γλιτώσει
ο πόνος πρόλαβε να τον λαβώσει.

Η μοίρα στο μπράτσο του άλλαξε θέση
και πήρε ύφος πρόστυχο για να του αρέσει
«να, του ψιθύρισε, ποιος είναι ο δρόμος,
δικός σου το τέλος, δεν θα ‘σαι πια μόνος».

Και κείνος κρατώντας τη μοίρα απ’ το χέρι
ξαπλώθηκε πάνω στο πρώτο αγέρι
μα πίσω στα βράχια έχει κάτι αφήσει
ένα αστέρι να της τον θυμίσει…..

ΧΙΤΛΕΡ

Να κυβερνάει ένας ή πολλοί;
Ένας να κοροιδεύει ή το τσούρμο;
Δεύτερος ίσως Χίτλερ αν φανεί
με σχέδιο μεγάλο και πανούργο
πολλούς σοφούς και πρόθυμους να βρει
να συμβάλλουν σ’ ένα φονικό καινούριο!

ΣΑΝ ΤΙΣ ΓΑΤΕΣ

1 C
Τις νύχτες βγαίνω σαν τις γάτες
σαν τις γυναίκες τις φευγάτες
τις πληγωμένες απ’ τους άντρες
που τους λυγμούς φοράνε χάντρες

ΓΕΦΥΡΑ

Εκδίκηση ζητάω
ξανά δεν αγαπάω

ΡΕΦΡΕΝ

Μια φορά αν πληγωθείς
ύστερα θα οχυρωθείς
θα στη δώσει, θα σαλτάρεις
και εκδίκηση θα πάρεις.


2 C

Τις νύχτες βγαίνω σαν τις γάτες
στήνω παντού μικρές απάτες
εσύ διαλέγεις το παιχνίδι
σ’ έχω νικήσει όμως ήδη!

ΠΑΛΙ

Πάλι ήρθες γεμάτος χρώματα
πλυμμήρα είναι τα ρούχα σου μ’ αρώματα
γέρνεις στο πλάι μου γελώντας
έναν χειμώνα μου τον έφερες περνώντας.

Γελάνε τα μάτια σου
τα χείλη μου κλαίνε
άλλη πως φίλησες
άλα μου λένε.


Πάλι ήρθες γεμάτος ψέματα
γεμάτα είναι τα χέρια σου με αίματα
σκότωσες όλο μου το πάθος
αύριο αγάπη μου θα ‘σαι μονάχος.

Η ΔΙΑΓΡΑΦΗ

Ξενύχτησα βολεύοντας τα ξόρκια σε μιαν άκρη
κατόπιν αποχώρησα με όρους δυσμενείς
των μαγισσών το κύκλωμα θα έφευγε για μάχη
και ‘γω θα στολιζόμουνα με λέξεις αναιδείς.

Απελπισμένη επιστροφή στους χώρους των ανθρώπων
που αγνοημένοι τριγυρνούν στα χνάρια των σκοπών
επισταμένη επαφή χρόνια και χρόνια κόπων
για σένα όμως στερήθηκα τον κόσμο των κακών.


Σινιάλο της απόλυσης ένα σακκί με λάθη
και σε χαρτί κατάμαυρο μία διαταγή
αφού δεν απαρνήθηκα τ’ ανθρώπινά μου πάθη
μονίμως κηλιδώθηκα με μια διαγραφή!

ΒΡΕΧΕΙ

Απόψε βγαίνω βόλτα στην Αθήνα
βρέχει και βρέχεται η ρουτίνα
σ’ όλους τους δρόμους θλίψη στάζει
αυτή η βροχή πόσο μου μοιάζει.

Χαζεύω γύρω τις βιτρίνες
και έχω να σε δω δυο μήνες.

Επιβιώνω σαν τους άλλους
μα κάτι μέσα μου με πνίγει
δεν είσαι εδώ και με τυλίγει
ένας καημός απ’ τους μεγάλους.


Απόψε κάνω γύρους στις πλατείες
δεν έχω θάρρος πια για αλητείες
στα στέκια μας σ’ αναζητάω
βρέχει κι ακόμα σ’ αγαπάω.

ΤΕΡΜΑ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Τώρα που τελειώσαν τα διαλείμματα
δε χωρούν σε τάξεις τα προβλήματα
το κουδούνι πλέον δε χτυπάει
και η ώρα πιο αργά περνάει.

Θέλω να ξανακάτσω στο θρανίο
το χρόνο της ζωής να διανύω
με όνειρα που αλλάζουν με ταχύτητα
και σχέδια χωρίς καμιά βαρύτητα.


Τώρα που σκορπίσανε οι φίλοι μου
που δεν έχω πια στυλό στα χείλη μου
γράφω μοναχά για να κερδίζω
κι όμως παραπάνω δεν αξίζω.

Θέλω να ξανακάτσω στο θρανίο
το χρόνο της ζωής να διανύω
με όνειρα που αλλάζουν με ταχύτητα
και σχέδια χωρίς καμιά βαρύτητα.


Τώρα μαθητές πια δεν υπάρχουνε
μόνο άνθρωπάκια που όλα τά ΄χουνε
γέμισε η ζωή μου από δασκάλους
που παίζουν όλη μέρα τους «μεγάλους».

ΖΩΗ

Δουλεύει η νύχτα
κάτω από πεύκα ποτισμένα
πάνω από χρόνια νοτισμένα
και κλάματα.

Κι έρχεται η μέρα
και πάλι να την κάνει πέρα
με δράματα.


Χλωμό το αστέρι
ψάχνει μια λέξη να κρατηθεί
ένα ρομάντζο να στυλωθεί.
Τι θαύματα!

Όλη η ζωή μας
Κάνει έναν κύκλο μεθοδικό
Κι αφήνει τραύματα.

ΑΝΝΑ, Η ΔΟΥΛΑ

Η κυρία με τα φρούτα
με τα ρόλευ και την κούτα
ξέχειλη απ΄πορτοκάλια
κι όλη μέρα νά ‘ναι χάλια
γιατί πάλι η πεθερά της
δεν κοιτάει τη δουλειά της.
Πίσω της δειλά γυρνάει
να ξανάβρει ό,τι αγαπάει
να παλέψει με τα κάλλη
και νοκ άουτ να τα βγάλει,
λίγο να επιβληθεί
και να το φχαριστηθεί.
Μα τα κάλλη την αφήσαν
μαύρη πέτρα πίσω ρίξαν
κι οι φωνές που τη στοιχειώνουν
μέρα νύχτα την κυκλώνουν
και φωνάζουνε... "Αννούλα,
πως κατάντησες μια δούλα
κουβαλάς και καθαρίζεις,
πλένεις, ντύνεις και χτενίζεις
δεν θυμάσαι τα όνειρά σου,
σου τα φάγαν τα παιδιά σου.
Ξύπνησες μια μαύρη μέρα,
στο λαιμό πέρασες βέρα
μια θηλειά που φαρμακώνει
την ψυχή σου τη μαγκώνει.
Αχ Αννούλα, σ’ όλα δούλα
τη ζωη σου τώρα πούλα
πορτοκάλια αντί για νιάτα
είναι τα κουτιά γεμάτα
μόνη σου τα κουβαλάς
μα ούτε ένα δεν θα φας!!!"

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Ξεφεύγω από φωνές
που χρόνια με όριζαν
από ποινές που χρόνια με καθόριζαν
γιατί να ξημερώνω κάτω από σκιές
γιατί να μη θυμάμαι πόσο φταις.

Ελευθερία.
Ήρθε η ώρα να ταξιδέψουμε
Ελευθερία.
Ήρθε η ώρα να παγιδέψουμε
άλλους στα λάθη μας
σ’ όλα τα πάθη μας
αντί να χάσουμε, να νικηθούμε
αντί γι’ αυτό ελεύθεροι να ζούμε.


Αφήνω τους ιστούς
που μ’ έχουνε τυλίξει
τόσες κλωστές που μου ‘χουν αποδείξει
πως είμαι αλλιώτικη και όμως δεν τ’αξίζω
ξανά να αφεθώ σε ότι δεν ψηφίζω.

ΛΟΓΙΑ

Λόγια που μ’ άφησαν
τα διαγράφω
κι αυτά που μου μοιασαν
τα καταγράφω.
Λόγια μονότονα
σου τα χαρίζω
κι όσα με πόνεσαν
τα διασχίζω.

Μπαίνω στη βάρκα μου
και δρόμο κόβω
πρόβα ήσουν μάτια μου
και δεν προκόβω.


Πανιά που άνοιξα
δεν θα τα σκίσεις
θα μείνεις πίσω
και θα μ’ αφήσεις
τα λόγια που έριξες
να τα πλευρίσω
χαρτιά να μείνουνε
και να τα σκίσω!

ΠΛΑΝΗΤΑΡΙΟ

Δεν υπάρχουν κενά στην αγάπη
μήπως είναι λοιπόν αυταπάτη
όσα μέσα μας βράζουνε λόγια
σε στιγμές που ορίζουν ρολόγια.

Μήπως δεν είναι ο κόσμος μια σφαίρα
κι ούτε καν έχει τέλος η μέρα
ίσως ό,τι αρχίζει υπήρχε
ιστορία από πάντοτε είχε
κι αν εσύ τ’ ανακάλυψες τώρα
δώστου σχήμα κι αμέσως προχώρα.

Κοίταξέ με μεγάλε διαρρήκτη
στου μυαλού μου τα βάθη ξενύχτη,
γράφω ό,τι το νου μου αρμέγει
και τη σκέψη μου τώρα παιδεύει
κι αν τ’ αντέξω κι απόψε ξορκίσω
όσα είχα παλέψει να κρύψω,
τα Χριστούγεννα πάρτα σαν δώρα
γιατί δεν τα χρειάζομαι τώρα.


Σήμερα ανέβηκα σ’ ένα κατάρτι
και τον κόσμο είδα όλο σε χάρτη,
αν αυτή είναι όλη η αλήθεια
δε γουστάρω να μου λέω παραμύθια
όλα είναι μικρά και μια μέρα
τούτη εδώ που πατάμε η σφαίρα
χίλια αστέρια θα φτάσει να γίνει
σ’ ένα μπαμ που θα φέρει γαλήνη.

Μα εγώ και εσύ, κοίτα πλάκα
δεν θα ζούμε να δούμε μαλάκα,
σ’ ένα μαύρο κενό της αγάπης
θα ‘χει πέσει η κόρη κι ο γιάπης
κι η μικρή τους τρελή αυταπάτη
με σκουλήκια θα είναι γεμάτη.

Δεν τρομάζω που έχω απορίες
μα στ’ αλήθεια σε τόσες πορείες
είναι ίδιο το τέλος νομίζω
και δεν έχω ένα κάτι να ελπίζω.

Αχ θεέ μου μικρέ και μεγάλε
στο κορμί μου το χέρι σου βάλε
με δύναμη τόση όση έχεις
και με όση αγάπη αντέχεις
αυτή τη στιγμή που μου μένει
στην αιώνια την πύλη αφημένη
βάψτην πράσινη για να μ’αρέσει
να περάσω και να με χωρέσει.

ΤΟ ΜΕΘΥΣΙ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Πάμε μια βόλτα
να δούμε ένα πλοίο
να λέει αντίο
σε κάποιο σταθμό.

Να βρούμε ένα τρένο
να ψάχνει λιμάνι
στις Σπέτσες στη Μάνη,
να βρίσκει ρυθμό.

Να γέρνει, να στρίβει
ψηλά να πετάει
μετά ν’ ακουμπάει
σε κάποιο λαιμό.


Έφεξε πάλι
μα κάτι έχει αλλάξει
η πόλη έχει στάξει
σταγόνες κρασί.


Μεθάει η μέρα
κι η νύχτα κοιμάται
σαλεύει, φοβάται
φοβάσαι κι εσύ.


Έφεξε πάλι
η πόλη είναι ίδια
γεμάτη σκουπίδια
κι ανθρώπου λυγμό.

ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Απόψε σβήνω τα κεράκια μου
τριάντα ένα καλοκαίρια
χτίζω παλάτια με τα χέρια
και μέσα κλείνω τα μεράκια μου

Είμαι η Μαίρη
και αλλάζω
χιόνια από πάνω μου τινάζω
Είμαι η Μαίρη κι επιπλέω
άλλο στ’ ορκίζομαι δεν κλαίω


Απόψε σ’ ένα απ’ τα δωράκια μου
η τύχη πάλι με κληρώνει
το χτες μου σήμερα τελείωνει
απόψε σβήνω τα κεράκια μου.


Για τη Μαιρούλα (Απρίλιος 2005)

ΠΡΥΤΑΝΕΙΟ



Στο στρογγυλό σου τραπεζάκι
κάθισες κι άφησες μουστάκι
τόσων αιώνων οι Τετάρτες
τα νιάτα σου τα κάναν στάχτες.

Ταχύτατα περνούν μποτάκια
γεμίζουν γόπες τα τασάκια
και στον καθρέφτη απέναντί σου
δεν καθρεφτίζεται η μορφή σου.

Αυτός ο κύριος δεν σε ξέρει
είναι μεγάλος κι υποφέρει
κι εσύ τόσο μικρός ακόμα
πάνω στα γόνατα έχεις χώμα.


Πιες μ’ ησυχία τον καφέ σου
χάζεψε κι άλλο τα εφέ σου
γκρίζα μαλλιά, θαμπό μουστάκι
που πήγε εκείνο το παιδάκι;