10.6.05

ΝΥΧΤΑΣ ΕΝΟΧΕΣ

Κοίτα πως γέρνει αυτή η ώρα
πάνω μας και μας τυραννά
πως μας πιέζει πάντα ο χρόνος
και όλο γρήγορα περνά.
Λίγο πριν φτάσουμε στο τέλος
που λίγο απέχει απ’ την αρχή
άκου που έχω να σου δώσω
μια ανορθόδοξη ευχή.

Να μένουν πάντα τ’ όνειρά σου
όνειρα, νύχτας ενοχές
και όσα ζεις να μην τ’ αγγίζεις
να μένουν ζωντανά στο χτες.
Γιατί αν τα όνειρα καρδιά μου
βγουν το πρωί αληθινά
άπληστοι γίνονται οι ανθρώποι
κι όλο ζητάνε πιο πολλά.


Πως σπαταλιέται ο καιρός μας
γρήγορα σαν νερό κυλά
αφήνει πίσω μόνο ίχνη
και δάκρυα εφηβικά.
Λίγο πριν φτάσουμε στο τέλος
που λίγο απέχει απ’ την αρχή
άκου που έχω να σου δώσω
μια ανορθόδοξη ευχή.

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΨΑΧΝΩ

Αυτό που ψάχνω γύρω μου να βρω
δεν έχει μια μορφή συγκεκριμένη
δεν έχει κάποιο χρώμα ζωηρό
μα είναι που η ψυχή το περιμένει.

Δεν ξέρω αν το ψάχνω από μικρή
ή αν είναι από χτες που το ζητάω
δεν ξέρω αν κανείς μου το’ χει πει
ή μόνη μου το πλάθω όταν πονάω.


Αυτό που ψάχνω ίσως να ‘ναι εδώ
να μπλέκεται τις νύχτες στα μαλλιά μου
να είναι ένα μικρό αερικό
ή ίσως η πνοή απ’ τα φιλιά μου.

Δεν είναι κάποιας μέρας η αρχή
ούτε σε κάποιο πρόσωπο η λύπη
δεν είναι ο αέρας, η βροχή
είναι το κάτι μέσα μου που λείπει.


Αυτό που τόσο έντονα ζητώ
δεν βρίσκεται σε κάποια ξένη χώρα
νομίζω είναι κάτι απλοϊκό
ίσως όμως να μην το βλέπω τώρα!

ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Άλλη μια μέρα, άλλη μια Κυριακή
αυτή η ζωή πως γράφεται
σ’ ένα λευκό χαρτί.

Η κάθε λέξη μια στιγμή που δεν γυρίζει
και η αλήθεια λογική
που με στηρίζει.

Μια σου ματιά αρκεί
για ένα ξεκίνημα.

Ανάσα μου, δώσμου κουράγιο ν’ αντέξω
στα λάθη μου, πρέπει ξανά να επιστρέψω
μ’ όση αντοχή.

Ανάσα μου, δώσμου κουράγιο να μείνω
στο ψέμα μου, για μια φορά να επιμείνω.


Άλλη μια μέρα, δίχως μιαν αφορμή
αυτή η ζωή αχ, η άδικη
πάντα με προκαλεί.

Σε μια στιγμή που η φωνή
γίνεται ελπίδα,
νιώθω πως είμαι μια χαρά
που δεν σε είδα.

κι όμως το ξέρω αυτό
είναι ένα μήνυμα.

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Είναι υπόθεση φριχτής μοναξιάς
είναι που δεν μπορώ ν ‘ακούω τ’ όνομά σου
που με τρομάζουνε τα λόγια που λες
και με αγχώνουν τα τρελά βήματα σου.
Είναι που έμαθα να ζω στη σκιά
κι όταν ο ήλιος βγαίνει χάνω τους ήχους
είναι που ρούφηξα μια νύχτα κρυφά
όλο το ψέμα σου κι ατέλειωτους μύθους.

Μη με κοιτάζεις με μάτια που καίνε
αυτά που για σένα έχουν μάθει να λένε
μια νύχτα που βγήκανε όλα αλήθεια
μου ματώσαν το βλέμμα, μου ξεσκίσαν τα στήθια.


Είναι υπόθεση φριχτής μοναξιάς
είναι που πάγωσε η θέση σου δίπλα
που όλη η θλίψη μου έχει γίνει θηλιά
και μπορώ και μασάω με τα δόντια την πίκρα.
Είναι που αυτοί που σ’ έχουν φέρει στη γη
καταστρέψαν τον κόσμο στο τρελό όργιό τους
και ο σπόρος τους τώρα έχει γίνει καρφί
με καρφώνει στον τοίχο και με κάνει εχθρό τους.

ΕΥΧΗ


Κάνω μια ευχή
για σένα που ξέρω
να είσαι καλά
να μην υποφέρω
στα χρόνια που θα ‘ρθουν.
Να ‘ναι η ζωή
λουλούδι ανθισμένο
άρωμα γιασεμιού
που για σένα είν’ κομμένο
μια νύχτα τ’ Αυγούστου.
Να ‘ναι κρασί
γλυκό να μεθύσεις,
να μου ζαλιστείς
να γλυκομιλήσεις,
μη σε τρομάζει τίποτα.
Να ‘ναι φωνή
σε βαθιά ησυχία,
μια σκέψη τρελή
που γεννά η φαντασία,
να σε παίρνει μαζί της
σ’ ένα ταξίδι της, σ’ ένα ταξίδι της.
Μη φοβηθείς
ποτέ σου κανένα,
κι αν όλοι είναι μόνοι
εσύ έχεις εμένα,
σε κάθε σου βήμα..
Ό,τι συμβεί στην δική σου ιστορία
κομμάτι βγαλμένο
από μια ευτυχία
που σου ανήκει.
Να ‘σαι πνοή
και χάδι ανέμου
κι ελπίδα ν’ αγγίζεις
όπου πιάνεις καλέ μου
μη σε τρομάζει τίποτα.
Κάθε φορά που ο ήλιος σου γνέφει
να ξέρεις η μέρα
πως μαζί της σε έχει
σ’ ένα ταξίδι, σ’ ένα ταξίδι της….

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ

Είδα μια πόλη στο νοτιά
κι ένα χωριό στη δύση
που πέρασες και χνάρια σου
παντού είχες αφήσει.

Στον πρωτογιό του φούρναρη
στον ξάδερφο του λούστρου
στο ανιψούδι της μαμής
και στ’ άρωμα του μούστου.

Όλοι για σένα λέγανε
για σένα σιγοκλαίγαν
βαθιά μες στην καρδούλα τους
φιλιά χιλιάδες καίγαν.

Ίσως να φταίνε τα μαλλιά
τα μπουκλομεταξένια
ίσως τα μάτια τα μελιά
και τα μενεξεδένια.

Είδα ένα δέντρο στο βουνό
μια πέτρα μες στην άμμο
τα δυο δικό σου όνομα
είχαν γραμμένο πάνω.

Και τότε ξάφνου απόρησα
πως γίνεται καλή μου
να σ’ έχουν όλοι όνειρο
και να ‘σαι εσύ δική μου.

ΚΟΚΚΙΝΗ ΣΤΙΓΜΗ

Η πιο κόκκινη στιγμή του φωτός
είναι εκείνη που η ώρα έχει δρόμους χαράξει
κι εσύ στέκεις στην άκρη ξεχασμένος θεός
με φωνή που ζητάει, να σταθεί, να υπάρξει
Η πιο κόκκινη στιγμή του φωτός
αναπαύεται πάντα σ’ ένα σύννεφο πάνω
σε αιχμάλωτο βλέμμα που ο ουρανός του θολός
αφουγκράζεται κόσμους που ποτέ μου δε φτάνω.

Η κόκκινη στιγμή του φωτός
σου θυμίζει πως όλα παραμένουνε ίδια
ένας κύκλος ο χρόνος
ένας χτύπος ο πόνος
μα θα έρθει και πάλι η πιο κόκκινη στιγμή του φωτός.


Η πιο κόκκινη στιγμή του φωτός
είναι εκείνη η ώρα που φοβάσαι να φύγεις
που με λόγια ακραία με κρατάς πάντα εκτός
και δηλώνεις εδώ πως δεν αντέχεις να μείνεις.
Η πιο κόκκινη στιγμή του φωτός
όταν φτάνει στο τέλος σε τρομάζει όσο λίγες
γιατί έρχεται η νύχτα και περνάει ο καιρός
λιγοστεύουν τα όνειρα και τελειώνουν οι ελπίδες.

ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ

Δεν έχει η πίκρα εποχή
ούτε ο πόνος έχει χρώμα,
όση αντλήσαμε αντοχή
τόση περίσσεψε ακόμα...

Δεν έχει όνειρα η φιγούρα στον καθρέφτη
ούτε η θλίψη έχει φταίχτη
όλα μια θάλασσα ανυπόταχτή δική μας,
ανοιχτή πληγή μας.


Δεν έχει πίστη η φωνή
ούτε το δάκρυ έχει λάμψη
μη με ρωτήσεις το γιατί
έτσι μας έχει η φύση φτιάξει.

Ένα ακυβέρνητο καράβι επιθυμίες
κι ένα νησάκι ανησυχίες
δεν θέλω πάλι να σου πω πόσο φοβάμαι
όλα όσα ξεπερνάμε.


Δεν είν’ θυμός ο κεραυνός
δεν είναι η βροχή αλήθεια
είναι που κλαίει ο ουρανός
και φέρεται έτσι από συνήθεια.

Είχε ξεσπάσει πριν χρόνια κάποιο βράδυ
για να τρομάξει το σκοτάδι
κι όταν φυσάει, θυμάται, αναστενάζει
κι αισθήματα μοιράζει…..

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

1 C

Πως φοβάμαι πως κάτι που αρχίζει ποτέ δεν τελειώνει
σαν σκιά που απ’ τον τοίχο δε σβήνει διαρκώς σε σταυρώνει
οι φωνές δυναμώνουν, οι αναμνήσεις σου τώρα ξυπνάνε
και τα φώτα που ανάβουν, σε διώχνουν, νικούν, σε πονάνε.

R.


Και νοσταλγείς όσα δε ζεις
σαν να ψάχνεις αισθήματα να βρεις
τριγυρίζεις και θυμίζεις
μια κούκλα παλιά
μες στη σκόνη πνιγμένη
στη σιωπή της χαμένη για πάντα.


2 C

Πως φοβάμαι τη νύχτα που τα πάντα τριγύρω νεκρώνει
μες στο όνειρο ζω μια ελπίδα μα κι αυτή με πληγώνει.
Η ζωή σταματά όταν βγαίνει το πρώτο σκοτάδι

και το μόνο που ελπίζεις να βρεις, το παρήγορο χάδι…

ΧΡΩΜΑ ΔΙΑΦΑΝΟ

Το χρώμα το διάφανο
το χρώμα του νερού
ζαλίστηκε στη σκέψη μου
στ’ αρχοντικό του νου
Και παγωμένο έσταξε
στις πιο κρυφές μου ελπίδες
τις ξέπλυνε και μείνανε
μονάχες οι σελίδες.


Μια σταγόνα μονάχα
μια σταγόνα γυαλί
ένα φύσημα αγέρα
κι είναι ο κόσμος χαρτί
που σαν γράψεις επάνω
μια ματιά, μια ζωή
μια σταγόνα μονάχα
να τα σβήσει αρκεί.



Το χρώμα το διάφανο
το χρώμα του νερού
που μοιάζει με το βλέμμα σου
σ’ ένα κενό καιρού
πήρε νωρίς την άδεια
κύλησε και με βρήκε
στα πιο παλιά μου ιδανικά
βρήκε ανοιχτά και μπήκε.

ΝΑΥΣΙΚΑ

Σ’ έναν καιρό, χλωμό καιρό
μορφή δαιμονισμένη
μία γυναίκα η Ναυσικά
γυρνούσε δακρυσμένη.

Φορούσε άσπρο νυχτικό
λυτά ήταν τα μαλλιά της
κι έκλεινε άγριες μυρτιές
στη δροσερή αγκαλιά της.

Τριγύρναγε στα σκοτεινά
κι άκουγα τη φωνή της
λυγμός μαζί και σπαραγμός
απ’ τη φτωχή ψυχή της.

Οι γύρω δεν την έβλεπαν
μονάχα εγώ μπορούσα
κι ήτανε τόση η ομορφιά
που πάντα απορούσα.

Μια νύχτα σ’ ένα όνειρο
ήρθε η Ναυσικά μου
μ’ έλουσε με χαμόγελα
και πήρε την καρδιά μου.

ΚΙ ΑΝ ΤΑΞΙΔΕΥΩ

Όσα δεν είδα
όσα δεν έζησα
τα ‘χω μετρήσει
και το απέδειξα
μια φορά…

Μην πιεις
και πεις
πως δεν έχω αλλάξει
έζησα 12 ζωές και όμως είμαι εντάξει
μη με φοβάσαι.


Κι αν ταξιδεύω,
πίσω μου κοίταγα
δρόμο κι αν έπαιρνα σε σένα γύρναγα
μια βραδιά.

Μην πεις
πριν δεις
όσα μ’ έχουνε πλάσει
όσα μαζί με φτιάξανε
κι όσα μ’ έχουν χαλάσει
μη με φοβάσαι.

ΡΥΤΙΔΕΣ

Γέλασε η φύση, γέλασε
που το μυαλό τ’ ανθρώπου
νόμιζε θα παγίδευε
της μοίρας την αφή
μα είναι ένα πρωτόγονο
παιχνίδι του μετώπου
να ξεγελιέται ο άτυχος
που νόμιζε μπορεί.


Γέρασε ο κόσμος, γέρασε
γέμισε η γη ρυτίδες
κι όλος ο κόσμος πιάστηκε
σε ξύλινες σανίδες.



Έσκισε ο ήλιος, έσκισε
τα σύννεφα του χρόνου
κι ένα μαντήλι κούνησε
με βλέμμα θλιβερό,
και έμειναν οι άνθρωποι
μάτια σχεδόν κλεμμένα
να αγναντεύουν πέλαγα
με μίσος και θυμό.

9.6.05

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ

Άνοιξες πύλη στη σιωπή
χώθηκες μέσα
πήρες το δρόμο του ονείρου το βουβό
κι ήρθε ο πόνος
και σου μίλησε με μπέσα
σου ‘πε: «κρατήσου, έχω κι άλλα να σου πω».
Στη συμβολή δύο οδών
μες στο σκοτάδι
μια συνουσία με το άγνωστο φιλάς
ζαλίζεσαι, παραπατάς σαν ένα βράδυ
που ‘χες βουτήξει σε κομμάτια λησμονιάς.


Στην αγωνία σου, στην αγωνία σου
δεν βρίσκεις χώρο να καθίσεις να σκεφτείς
κι αυτή η μανία σου, αυτή η μανία σου
σε ταλαντεύει σε ένα άχρηστο «μπορείς».


Αν το κορμί που κουβαλάς
σου ‘γινε βάρος
άστο στην άκρη, ξόδεψέ το στη ζωή
και μοναχός σου πια προχώρησε με θάρρος
στην άλλη πύλη είσαι ελεύθερος να μπεις.
Μην φοβηθείς εκεί που πας πως θα ‘σαι μόνος
και μένεις πίσω καλυμμένος στις σκιές
τα μονοπάτια που σου χάραξε ο πόνος
είναι για να βρεις μία θέση στις φωτιές.


Στην αγωνία σου, στην αγωνία σου
δεν βρίσκεις τρόπο το αθάνατο να δεις
κι αυτή η μανία σου, στην αγωνία σου
δεν σε αφήνει, να γλιτώσεις, να σωθείς…..

ΠΑΝΤΑ ΣΟΥ ΠΗΓΑΙΝΑΝΕ ΤΑ ΣΚΟΥΡΑ

Άρχισε να πέφτει η βροχή
μούλιασε απότομα το χώμα
μια κουβέντα έστησες ακόμα
για κάποια περασμένη εποχή.
Ζόρικα τραβιέται ο καιρός
γέρνεις το κεφάλι σου θλιμμένος
ίσως και να είσαι πεθαμένος
και τρέμεις μη σε πιάσει πανικός.

Χρόνια τώρα έρημη ψυχή
τραγική κι ανάρμοστη φιγούρα
πάντα σου πηγαίνανε τα σκούρα
λες κι ένα πένθος έσταζες βαρύ.


Ένας ήλιος σ’ έφτανε θολός
που περνούσε μέσα απ’ τις αψίδες
ύψωνες στο φως του εσύ ασπίδες
κι εκείνος πισωγύριζε δειλός.
Είχες έξι χρόνια να τη δεις
μάταια ανίχνευες το χάρτη
στην ψυχή του θηλυκού αντάρτη
δεν είχες το προνόμιο να μπεις.
Τώρα δε σε νοιάζει που μισός
τριγυρνάς στα μέρη που σε πήγε
ίσως κάτι πρόλαβε και είδε
και σ’ άφησε να ζήσεις μοναχός.

ΔΕΝ ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΩ ΑΠΟΨΕ

Δεν θα τραγουδήσω απόψε
όπως χτες χαμογελώντας
στίχους άλλους θα διαλέξω
στις ψυχές σας μέσα ορμώντας.

Δεν θα κάνω απόψε κέφι
με τους ξέφρενους ρυθμούς σας
μ’ ένα βλέμμα σαν μαχαίρι
θα προσβάλλω τους καιρούς σας.

Θα μιλήσω για τη φτώχεια
για τον πόνο και τη θλίψη
για το όραμα ενός κόσμου
που από μέσα μου έχει λείψει.

Δεν θα τραγουδήσω απόψε
με φωνή γεμάτη χάρη
θα ‘χει ο ήχος μου βραχνάδα
μήπως κάποιος κάτι πάρει.

Με μονότονες τις νότες
κι ήχους μαύρους, σκονισμένους
θα μιλήσω για ανθρώπους
σ’ όλους άγνωστους, χαμένους.

Κάποιοι ίσως και να φύγουν
μουρμουρώντας: «τι βλακεία»
άλλοι ίσως να δακρύσουν
με παροδική σοφία

Μα ένας δυο θα με κοιτάξουν
πιο βαθιά μέσα στα μάτια
σιωπηλοί θα παραμείνουν
με το μέσα τους κομμάτια.

Για αυτούς θα τραγουδήσω
την μπαλάντα τη στερνή μου
θα ‘ναι η θλίψη μου δική τους
και ο πόνος τους ζωή μου.

ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ


Είναι κάτι παιδιά
τρελά σαν πουλιά
σχίζουν τους δρόμους
σβήνουν τους νόμους
Θαμπώνουν τα μάτια τους
μαζεύουν τα κομμάτια τους
σκλαβώνουν τη νύχτα
κι η άσφαλτος πίστα.
Ανοίγουν το γκάζι
και πια δεν τους νοιάζει
τι πίσω αφήνουν
ξεχνάνε, το σβήνουν.
Παρέα με τον άνεμο
σ’ ένα γλέντι παράνομο
που δεν το φοβούνται
να ζουν δεν αρκούνται.


Χιλιόμετρα πίσω τους
χιλιόμετρα μπρος τους
αν κάπου τους δεις
την αγάπη μου δώσ’ τους.



Είναι κάτι παιδιά
με κομμένα φτερά
δεν μπορούν να πετάξουν
ούτε κάπου να φτάσουν.
Κι έτσι τρέχουν στον άνεμο
σ’ ένα γλέντι παράνομο
ξεγελάνε τον δρόμο
τον αφήνουν κατάμονο.
Τερματίζουν το γκάζι
που θα βγει, δεν τους νοιάζει
κι αν τελειώσει η ζωή τους
ήταν όμως δική τους.
Ξαπλωμένοι στην άσφαλτο
μ’ ένα βλέμμα ανάστατο
μοιάζουν σα να πονάνε
μα στ’ αλήθεια γελάνε.

ΣΑΝ ΣΦΑΙΡΑ

Περνούσε στα χέρια του ο κόσμος σαν σφαίρα
εκείνο το βράδυ κατάπιε τη μέρα
κοίταξε γύρω κι είδε μόνο απουσία
ποιο είν’ το επιπλέον και ποια η ουσία;

Ξεκίνησε μόνος με τους ώμους γερμένους
με ήλιους στα δόντια και πόθους κρυμμένους
κι αν όλα τριγύρω του ήταν γιορτή
στο βλέμμα του μέσα ήταν μόνο αυτή.

Στο μπράτσο του πάνω αλυχτούσε μια μοίρα
τον πάγωνε η νύχτα, τον τσάκιζε η αλμύρα
τα μάτια του δυο θραψερές κουκουβάγιες
κακές δεν υπήρξαν ποτέ, μα ούτε κι άγιες.

Κι εκείνη η αλήθεια, στο ψέμα απειλή
(πως μόνος σου είσαι το ξέρεις κι εσύ)
κανένας ποτέ δεν θα κλάψει απ’ αγάπη
(ακόμα κι αυτή θα σου γυρίσει την πλάτη).

Βούτηξε μέσα στις τσέπες τα χέρια
σαν για να κρύψει δυο χούφτες αστέρια
κι απ’ το γιακά του βρεγμένου παλτού του
στάζανε όρκοι φτιαγμένοι στο νου του.

Στα βράχια απλώθηκε η μοναξιά του
και κάτω η θάλασσα μόνη χαρά του
ο ουρανός του ζητούσε τ’ αστέρια
αυτά που του ανήκαν και τα ‘χε στα χέρια.

Την είδε ξανά στη στροφή να γελάει
να φτάνει γοργά στου εαυτού του το πλάι
κι έτσι όπως έτρεξε να της γλιτώσει
ο πόνος πρόλαβε να τον λαβώσει.

Η μοίρα στο μπράτσο του άλλαξε θέση
και πήρε ύφος πρόστυχο για να του αρέσει
«να, του ψιθύρισε, ποιος είναι ο δρόμος,
δικός σου το τέλος, δεν θα ‘σαι πια μόνος».

Και κείνος κρατώντας τη μοίρα απ’ το χέρι
ξαπλώθηκε πάνω στο πρώτο αγέρι
μα πίσω στα βράχια έχει κάτι αφήσει
ένα αστέρι να της τον θυμίσει…..

ΧΙΤΛΕΡ

Να κυβερνάει ένας ή πολλοί;
Ένας να κοροιδεύει ή το τσούρμο;
Δεύτερος ίσως Χίτλερ αν φανεί
με σχέδιο μεγάλο και πανούργο
πολλούς σοφούς και πρόθυμους να βρει
να συμβάλλουν σ’ ένα φονικό καινούριο!

ΣΑΝ ΤΙΣ ΓΑΤΕΣ

1 C
Τις νύχτες βγαίνω σαν τις γάτες
σαν τις γυναίκες τις φευγάτες
τις πληγωμένες απ’ τους άντρες
που τους λυγμούς φοράνε χάντρες

ΓΕΦΥΡΑ

Εκδίκηση ζητάω
ξανά δεν αγαπάω

ΡΕΦΡΕΝ

Μια φορά αν πληγωθείς
ύστερα θα οχυρωθείς
θα στη δώσει, θα σαλτάρεις
και εκδίκηση θα πάρεις.


2 C

Τις νύχτες βγαίνω σαν τις γάτες
στήνω παντού μικρές απάτες
εσύ διαλέγεις το παιχνίδι
σ’ έχω νικήσει όμως ήδη!

ΠΑΛΙ

Πάλι ήρθες γεμάτος χρώματα
πλυμμήρα είναι τα ρούχα σου μ’ αρώματα
γέρνεις στο πλάι μου γελώντας
έναν χειμώνα μου τον έφερες περνώντας.

Γελάνε τα μάτια σου
τα χείλη μου κλαίνε
άλλη πως φίλησες
άλα μου λένε.


Πάλι ήρθες γεμάτος ψέματα
γεμάτα είναι τα χέρια σου με αίματα
σκότωσες όλο μου το πάθος
αύριο αγάπη μου θα ‘σαι μονάχος.

Η ΔΙΑΓΡΑΦΗ

Ξενύχτησα βολεύοντας τα ξόρκια σε μιαν άκρη
κατόπιν αποχώρησα με όρους δυσμενείς
των μαγισσών το κύκλωμα θα έφευγε για μάχη
και ‘γω θα στολιζόμουνα με λέξεις αναιδείς.

Απελπισμένη επιστροφή στους χώρους των ανθρώπων
που αγνοημένοι τριγυρνούν στα χνάρια των σκοπών
επισταμένη επαφή χρόνια και χρόνια κόπων
για σένα όμως στερήθηκα τον κόσμο των κακών.


Σινιάλο της απόλυσης ένα σακκί με λάθη
και σε χαρτί κατάμαυρο μία διαταγή
αφού δεν απαρνήθηκα τ’ ανθρώπινά μου πάθη
μονίμως κηλιδώθηκα με μια διαγραφή!

ΒΡΕΧΕΙ

Απόψε βγαίνω βόλτα στην Αθήνα
βρέχει και βρέχεται η ρουτίνα
σ’ όλους τους δρόμους θλίψη στάζει
αυτή η βροχή πόσο μου μοιάζει.

Χαζεύω γύρω τις βιτρίνες
και έχω να σε δω δυο μήνες.

Επιβιώνω σαν τους άλλους
μα κάτι μέσα μου με πνίγει
δεν είσαι εδώ και με τυλίγει
ένας καημός απ’ τους μεγάλους.


Απόψε κάνω γύρους στις πλατείες
δεν έχω θάρρος πια για αλητείες
στα στέκια μας σ’ αναζητάω
βρέχει κι ακόμα σ’ αγαπάω.

ΤΕΡΜΑ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Τώρα που τελειώσαν τα διαλείμματα
δε χωρούν σε τάξεις τα προβλήματα
το κουδούνι πλέον δε χτυπάει
και η ώρα πιο αργά περνάει.

Θέλω να ξανακάτσω στο θρανίο
το χρόνο της ζωής να διανύω
με όνειρα που αλλάζουν με ταχύτητα
και σχέδια χωρίς καμιά βαρύτητα.


Τώρα που σκορπίσανε οι φίλοι μου
που δεν έχω πια στυλό στα χείλη μου
γράφω μοναχά για να κερδίζω
κι όμως παραπάνω δεν αξίζω.

Θέλω να ξανακάτσω στο θρανίο
το χρόνο της ζωής να διανύω
με όνειρα που αλλάζουν με ταχύτητα
και σχέδια χωρίς καμιά βαρύτητα.


Τώρα μαθητές πια δεν υπάρχουνε
μόνο άνθρωπάκια που όλα τά ΄χουνε
γέμισε η ζωή μου από δασκάλους
που παίζουν όλη μέρα τους «μεγάλους».

ΖΩΗ

Δουλεύει η νύχτα
κάτω από πεύκα ποτισμένα
πάνω από χρόνια νοτισμένα
και κλάματα.

Κι έρχεται η μέρα
και πάλι να την κάνει πέρα
με δράματα.


Χλωμό το αστέρι
ψάχνει μια λέξη να κρατηθεί
ένα ρομάντζο να στυλωθεί.
Τι θαύματα!

Όλη η ζωή μας
Κάνει έναν κύκλο μεθοδικό
Κι αφήνει τραύματα.

ΑΝΝΑ, Η ΔΟΥΛΑ

Η κυρία με τα φρούτα
με τα ρόλευ και την κούτα
ξέχειλη απ΄πορτοκάλια
κι όλη μέρα νά ‘ναι χάλια
γιατί πάλι η πεθερά της
δεν κοιτάει τη δουλειά της.
Πίσω της δειλά γυρνάει
να ξανάβρει ό,τι αγαπάει
να παλέψει με τα κάλλη
και νοκ άουτ να τα βγάλει,
λίγο να επιβληθεί
και να το φχαριστηθεί.
Μα τα κάλλη την αφήσαν
μαύρη πέτρα πίσω ρίξαν
κι οι φωνές που τη στοιχειώνουν
μέρα νύχτα την κυκλώνουν
και φωνάζουνε... "Αννούλα,
πως κατάντησες μια δούλα
κουβαλάς και καθαρίζεις,
πλένεις, ντύνεις και χτενίζεις
δεν θυμάσαι τα όνειρά σου,
σου τα φάγαν τα παιδιά σου.
Ξύπνησες μια μαύρη μέρα,
στο λαιμό πέρασες βέρα
μια θηλειά που φαρμακώνει
την ψυχή σου τη μαγκώνει.
Αχ Αννούλα, σ’ όλα δούλα
τη ζωη σου τώρα πούλα
πορτοκάλια αντί για νιάτα
είναι τα κουτιά γεμάτα
μόνη σου τα κουβαλάς
μα ούτε ένα δεν θα φας!!!"

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Ξεφεύγω από φωνές
που χρόνια με όριζαν
από ποινές που χρόνια με καθόριζαν
γιατί να ξημερώνω κάτω από σκιές
γιατί να μη θυμάμαι πόσο φταις.

Ελευθερία.
Ήρθε η ώρα να ταξιδέψουμε
Ελευθερία.
Ήρθε η ώρα να παγιδέψουμε
άλλους στα λάθη μας
σ’ όλα τα πάθη μας
αντί να χάσουμε, να νικηθούμε
αντί γι’ αυτό ελεύθεροι να ζούμε.


Αφήνω τους ιστούς
που μ’ έχουνε τυλίξει
τόσες κλωστές που μου ‘χουν αποδείξει
πως είμαι αλλιώτικη και όμως δεν τ’αξίζω
ξανά να αφεθώ σε ότι δεν ψηφίζω.

ΛΟΓΙΑ

Λόγια που μ’ άφησαν
τα διαγράφω
κι αυτά που μου μοιασαν
τα καταγράφω.
Λόγια μονότονα
σου τα χαρίζω
κι όσα με πόνεσαν
τα διασχίζω.

Μπαίνω στη βάρκα μου
και δρόμο κόβω
πρόβα ήσουν μάτια μου
και δεν προκόβω.


Πανιά που άνοιξα
δεν θα τα σκίσεις
θα μείνεις πίσω
και θα μ’ αφήσεις
τα λόγια που έριξες
να τα πλευρίσω
χαρτιά να μείνουνε
και να τα σκίσω!

ΠΛΑΝΗΤΑΡΙΟ

Δεν υπάρχουν κενά στην αγάπη
μήπως είναι λοιπόν αυταπάτη
όσα μέσα μας βράζουνε λόγια
σε στιγμές που ορίζουν ρολόγια.

Μήπως δεν είναι ο κόσμος μια σφαίρα
κι ούτε καν έχει τέλος η μέρα
ίσως ό,τι αρχίζει υπήρχε
ιστορία από πάντοτε είχε
κι αν εσύ τ’ ανακάλυψες τώρα
δώστου σχήμα κι αμέσως προχώρα.

Κοίταξέ με μεγάλε διαρρήκτη
στου μυαλού μου τα βάθη ξενύχτη,
γράφω ό,τι το νου μου αρμέγει
και τη σκέψη μου τώρα παιδεύει
κι αν τ’ αντέξω κι απόψε ξορκίσω
όσα είχα παλέψει να κρύψω,
τα Χριστούγεννα πάρτα σαν δώρα
γιατί δεν τα χρειάζομαι τώρα.


Σήμερα ανέβηκα σ’ ένα κατάρτι
και τον κόσμο είδα όλο σε χάρτη,
αν αυτή είναι όλη η αλήθεια
δε γουστάρω να μου λέω παραμύθια
όλα είναι μικρά και μια μέρα
τούτη εδώ που πατάμε η σφαίρα
χίλια αστέρια θα φτάσει να γίνει
σ’ ένα μπαμ που θα φέρει γαλήνη.

Μα εγώ και εσύ, κοίτα πλάκα
δεν θα ζούμε να δούμε μαλάκα,
σ’ ένα μαύρο κενό της αγάπης
θα ‘χει πέσει η κόρη κι ο γιάπης
κι η μικρή τους τρελή αυταπάτη
με σκουλήκια θα είναι γεμάτη.

Δεν τρομάζω που έχω απορίες
μα στ’ αλήθεια σε τόσες πορείες
είναι ίδιο το τέλος νομίζω
και δεν έχω ένα κάτι να ελπίζω.

Αχ θεέ μου μικρέ και μεγάλε
στο κορμί μου το χέρι σου βάλε
με δύναμη τόση όση έχεις
και με όση αγάπη αντέχεις
αυτή τη στιγμή που μου μένει
στην αιώνια την πύλη αφημένη
βάψτην πράσινη για να μ’αρέσει
να περάσω και να με χωρέσει.

ΤΟ ΜΕΘΥΣΙ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Πάμε μια βόλτα
να δούμε ένα πλοίο
να λέει αντίο
σε κάποιο σταθμό.

Να βρούμε ένα τρένο
να ψάχνει λιμάνι
στις Σπέτσες στη Μάνη,
να βρίσκει ρυθμό.

Να γέρνει, να στρίβει
ψηλά να πετάει
μετά ν’ ακουμπάει
σε κάποιο λαιμό.


Έφεξε πάλι
μα κάτι έχει αλλάξει
η πόλη έχει στάξει
σταγόνες κρασί.


Μεθάει η μέρα
κι η νύχτα κοιμάται
σαλεύει, φοβάται
φοβάσαι κι εσύ.


Έφεξε πάλι
η πόλη είναι ίδια
γεμάτη σκουπίδια
κι ανθρώπου λυγμό.

ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Απόψε σβήνω τα κεράκια μου
τριάντα ένα καλοκαίρια
χτίζω παλάτια με τα χέρια
και μέσα κλείνω τα μεράκια μου

Είμαι η Μαίρη
και αλλάζω
χιόνια από πάνω μου τινάζω
Είμαι η Μαίρη κι επιπλέω
άλλο στ’ ορκίζομαι δεν κλαίω


Απόψε σ’ ένα απ’ τα δωράκια μου
η τύχη πάλι με κληρώνει
το χτες μου σήμερα τελείωνει
απόψε σβήνω τα κεράκια μου.


Για τη Μαιρούλα (Απρίλιος 2005)

ΠΡΥΤΑΝΕΙΟ



Στο στρογγυλό σου τραπεζάκι
κάθισες κι άφησες μουστάκι
τόσων αιώνων οι Τετάρτες
τα νιάτα σου τα κάναν στάχτες.

Ταχύτατα περνούν μποτάκια
γεμίζουν γόπες τα τασάκια
και στον καθρέφτη απέναντί σου
δεν καθρεφτίζεται η μορφή σου.

Αυτός ο κύριος δεν σε ξέρει
είναι μεγάλος κι υποφέρει
κι εσύ τόσο μικρός ακόμα
πάνω στα γόνατα έχεις χώμα.


Πιες μ’ ησυχία τον καφέ σου
χάζεψε κι άλλο τα εφέ σου
γκρίζα μαλλιά, θαμπό μουστάκι
που πήγε εκείνο το παιδάκι;