9.6.05

ΣΑΝ ΣΦΑΙΡΑ

Περνούσε στα χέρια του ο κόσμος σαν σφαίρα
εκείνο το βράδυ κατάπιε τη μέρα
κοίταξε γύρω κι είδε μόνο απουσία
ποιο είν’ το επιπλέον και ποια η ουσία;

Ξεκίνησε μόνος με τους ώμους γερμένους
με ήλιους στα δόντια και πόθους κρυμμένους
κι αν όλα τριγύρω του ήταν γιορτή
στο βλέμμα του μέσα ήταν μόνο αυτή.

Στο μπράτσο του πάνω αλυχτούσε μια μοίρα
τον πάγωνε η νύχτα, τον τσάκιζε η αλμύρα
τα μάτια του δυο θραψερές κουκουβάγιες
κακές δεν υπήρξαν ποτέ, μα ούτε κι άγιες.

Κι εκείνη η αλήθεια, στο ψέμα απειλή
(πως μόνος σου είσαι το ξέρεις κι εσύ)
κανένας ποτέ δεν θα κλάψει απ’ αγάπη
(ακόμα κι αυτή θα σου γυρίσει την πλάτη).

Βούτηξε μέσα στις τσέπες τα χέρια
σαν για να κρύψει δυο χούφτες αστέρια
κι απ’ το γιακά του βρεγμένου παλτού του
στάζανε όρκοι φτιαγμένοι στο νου του.

Στα βράχια απλώθηκε η μοναξιά του
και κάτω η θάλασσα μόνη χαρά του
ο ουρανός του ζητούσε τ’ αστέρια
αυτά που του ανήκαν και τα ‘χε στα χέρια.

Την είδε ξανά στη στροφή να γελάει
να φτάνει γοργά στου εαυτού του το πλάι
κι έτσι όπως έτρεξε να της γλιτώσει
ο πόνος πρόλαβε να τον λαβώσει.

Η μοίρα στο μπράτσο του άλλαξε θέση
και πήρε ύφος πρόστυχο για να του αρέσει
«να, του ψιθύρισε, ποιος είναι ο δρόμος,
δικός σου το τέλος, δεν θα ‘σαι πια μόνος».

Και κείνος κρατώντας τη μοίρα απ’ το χέρι
ξαπλώθηκε πάνω στο πρώτο αγέρι
μα πίσω στα βράχια έχει κάτι αφήσει
ένα αστέρι να της τον θυμίσει…..

Δεν υπάρχουν σχόλια: