9.6.05

ΠΑΝΤΑ ΣΟΥ ΠΗΓΑΙΝΑΝΕ ΤΑ ΣΚΟΥΡΑ

Άρχισε να πέφτει η βροχή
μούλιασε απότομα το χώμα
μια κουβέντα έστησες ακόμα
για κάποια περασμένη εποχή.
Ζόρικα τραβιέται ο καιρός
γέρνεις το κεφάλι σου θλιμμένος
ίσως και να είσαι πεθαμένος
και τρέμεις μη σε πιάσει πανικός.

Χρόνια τώρα έρημη ψυχή
τραγική κι ανάρμοστη φιγούρα
πάντα σου πηγαίνανε τα σκούρα
λες κι ένα πένθος έσταζες βαρύ.


Ένας ήλιος σ’ έφτανε θολός
που περνούσε μέσα απ’ τις αψίδες
ύψωνες στο φως του εσύ ασπίδες
κι εκείνος πισωγύριζε δειλός.
Είχες έξι χρόνια να τη δεις
μάταια ανίχνευες το χάρτη
στην ψυχή του θηλυκού αντάρτη
δεν είχες το προνόμιο να μπεις.
Τώρα δε σε νοιάζει που μισός
τριγυρνάς στα μέρη που σε πήγε
ίσως κάτι πρόλαβε και είδε
και σ’ άφησε να ζήσεις μοναχός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: